οἴσπη

οἴσπη
οἴσπη, ,
A sheep-dung, esp. the dirt that collects about the hinder parts of sheep or goats, Gal.19.125, Hsch., Suid., v.l. for οἰσύπη in Hdt.4.187.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οίσπη — οἴσπη, ἡ (Α) κοπριά και, ιδίως, οι ακαθαρσίες που προσκολλώνται στα οπίσθια τών αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. τής λ. οἰσύπη, ενώ κατ άλλους ο τ. έχει σχηματιστεί με συγκοπή] …   Dictionary of Greek

  • οἴσπη — sheep dung fem nom/voc sg (attic epic ionic) οἰσύπη the grease extracted from sheep s wool fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οισπώτη — οἰσπώτη και οἰσπωτή, ἡ (Α) οίσπη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. με α συνθετικό τον τ. ὄ(F)ις «πρόβατο» (χωρίς συνδετικό φωνήεων ο ) και β συνθετικό έναν αμάρτυρο τ. *σπωτη, η σύνδεση τού οποίου με τη λ. σπατίλη «υδαρές, υγρό περίττωμα» δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”